- οστεογένεση
- και οστεογένεια, η1. βιολ. ο σχηματισμός τού οστίτη ιστού από τις οστεοβλάστες2. φρ. «ατελής οστεογένεση»ιατρ. κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη οστών με λεπτά τοιχώματα και μεγάλη προδιάθεση για κατάγματα, από έλλειψη οστεοβλαστών καθώς και από παραμόρφωση τών δοντιών, κυανή απόχρωση τών χιτώνων τών οφθαλμών και προοδευτική κώφωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteogenesis < ὀστέον / ὀστοῦν + γένεση. Ο τ. οστεογένεια μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.